- εἱλήσας
- εἱλήσᾱς , εἱλέωaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἰλήσας — εἰλήσᾱς , εἴλω shut in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) εἰλήσᾱς , εἰλέω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είλω — εἴλω και εἰλῶ ( έω) και ἴλλω (Α) 1. περικλείω, πιέζω 2. εμποδίζω, προλαβαίνω («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.) 3. εγκλείω, καλύπτω, προστατεύω («ὑπ ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας», Καλλίνος) 4. συμπιέζω, συνθλίβω (π.χ. ελιές ή σταφύλια) 5. (για άνθρωπο … Dictionary of Greek